- ενενηνταριά
- ηποσό ενενήντα μονάδων, ενενηντάδα (σχεδόν πάντοτε συνοδεύεται με το μια, καμιά για δήλωση του «περίπου»): Ήταν εκεί καμιά ενενηνταριά μαθητές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.